Installer Steam
Logg inn
|
språk
简体中文 (forenklet kinesisk)
繁體中文 (tradisjonell kinesisk)
日本語 (japansk)
한국어 (koreansk)
ไทย (thai)
Български (bulgarsk)
Čeština (tsjekkisk)
Dansk (dansk)
Deutsch (tysk)
English (engelsk)
Español – España (spansk – Spania)
Español – Latinoamérica (spansk – Latin-Amerika)
Ελληνικά (gresk)
Français (fransk)
Italiano (italiensk)
Bahasa Indonesia (indonesisk)
Magyar (ungarsk)
Nederlands (nederlandsk)
Polski (polsk)
Português (portugisisk – Portugal)
Português – Brasil (portugisisk – Brasil)
Română (rumensk)
Русский (russisk)
Suomi (finsk)
Svenska (svensk)
Türkçe (tyrkisk)
Tiếng Việt (vietnamesisk)
Українська (ukrainsk)
Rapporter et problem med oversettelse
▐ ░░░░▐░░░░░░▌░░░▐
▐ ▒░░░ ▐░░░░░░▌░▒▒▐
▐ ▒░░░░▐░░░░░░▌░▒▐
..▀▄▒▒▒▒▐░░░░░░▌▄▀
........ ▀▀▀ ▐░░░░░░
................▐▄▀▀▀▀▀▄▌
...............▐▒▒▒▒▒▒▒▒▌
...............▐▒▒▒▒▒▒▒▒▌
................▐▒▒▒▒▒▒▒▌
..................▀▌▒▀▒▐▀
vromasssssss
Είδα ένα πλάσμα γυμνό,τερατώδες,
Που, σκυφτό κατάχαμα,
Κρατούσε στα χέρια την καρδιά του,
Και την έτρωγε.
Ρώτησα: «Είναι νόστιμη, φίλε;»
«Είναι πικρή · πικρή» αποκρίθηκε·
«Αλλά μ’αρέσει
Επειδή είναι πικρή,
Κι επειδή είναι η καρδιά μου.
Τα θολά τα ματάκια, τους άρρωστους ανθρώπους,
Τα ξερά,γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
Τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ ένα δισάκι
▀█▀░█░█░█░█░██▀░░█░█░█░█░█░░█░░█▀█░█▀▀░██▀
░▀░░▀▀▀░▀▀▀░▀░▀░░▀░▀░▀░▀▀▀░░▀░░▀░▀░▀▀▀░▀░▀
░░░░░░░░░░█░█░█░█▀█░█▀▀░░█▀█
░░░░░░░░░░█░█░█░█▀█░▀▀█░░█▀█
░░░░░░░░░░▀▀▀▀▀░▀░▀░▀▀▀░░▀░▀
░░░░█░█░█▀█░█▀█▀█░█▀▀░▀█▀░█▀▀░█▀█
░░░░█▀█░█▀█░█░█░█░▀▀█░░█░░█▀▀░██▀
░░░░▀░▀░▀░▀░▀░▀░▀░▀▀▀░░▀░░▀▀▀░▀░▀
⊂ つ
(つ ノ
(ノ
\ ☆
| ☆
(⌒ ⌒ヽ /
\ (´⌒ ⌒ ⌒ヾ /
(’⌒ ; ⌒ ::⌒ )
(´ ) ::: ) /
☆─ (´⌒;: ::⌒`) :; )
(⌒:: :: ::⌒ )
/ ( ゝ ヾ 丶 ソ ─